ἐγκαύσῃ

ἐγκαύσῃ
ἐγκαύσηι , ἔγκαυσις
encaustic painting
fem dat sg (epic)
ἐγκαίω
burn
aor subj mid 2nd sg
ἐγκαίω
burn
aor subj act 3rd sg
ἐγκαίω
burn
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έγκαυση — έγκαυση, η και έγκαψη, η 1. η αποτύπωση με πυρακτωμένη σφραγίδα. 2. η διακόσμηση που γίνεται με την εγκαυστική (βλ. λ.) τέχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έγκαυση — και έγκαψη, η (AM ἔγκαυσις) ζωγραφική με χρώματα αναμιγμένα με κερί αρχ. φλόγωση …   Dictionary of Greek

  • στίζω — ΝΜΑ 1. προξενώ στίγματα με έγκαυση ή με οξύ όργανο, στιγματίζω, διαστίζω (α. «τόν έστιξε με καυτό σίδερο» β. «τῶν δούλων τὸν πιστότατον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε», Ηρόδ.) 2. ποικίλλω ένα μέρος τού σώματος με στίγματα, κάνω δερματοστιξία («τὰ… …   Dictionary of Greek

  • έγκαυστος — ἔγκαυστος, ον (AM ἔγκαυστος, Μ και ἔγκαστος) μσν. ως ουσ. πυρακτωμένος δαυλός αρχ. 1. αυτός που έχει ζωγραφιστεί με έγκαυση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκαυστον α) εικόνα φτιαγμένη με έγκαυση β) κόκκινο μελάνι με το οποίο οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες… …   Dictionary of Greek

  • έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… …   Dictionary of Greek

  • εγκαίω — ἐγκαίω (Α) 1. καίω, θερμαίνω 2. χαράζω με έγκαυση, στιγματίζω 3. (για τον ήλιο) καψαλίζω 4. ζωγραφίζω με την εγκαυστική, με χρώματα ανακατωμένα με κερί 5. βάζω φωτιά σε κάτι 6. (για πάθος) φλογίζω 7. προσφέρω θυσία …   Dictionary of Greek

  • εγκαυστής — ο (Α ἐγκαυστής και ἐγκαυτής) αυτός που ζωγραφίζει με έγκαυση …   Dictionary of Greek

  • εγκαυστικός — ή, ό (AM ἐγκαυστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει στην έγκαυση 2. το θηλ. ως ουσ. η εγκαυστική ζωγραφική τέχνη που γίνεται με χρώματα λειωμένα με κερί αρχ. αυτός που προκαλεί φλόγωση …   Dictionary of Greek

  • προσσημειώ — όω, Α 1. διαστίζω επί πλέον, στιγματίζω με έγκαυση ακόμη πιο πολύ («προσσημειοῡν ἐπὶ ποδός», επιγρ.) 2. μέσ. προσσημειοῡμαι, όομαι (σε κείμενο) προβαίνω σε σημειώσεις, σχολιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σημειῶ (< σημεῖον)] …   Dictionary of Greek

  • σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”